- ταὐτολόγημα
- ταὐτολόγ-ημα, ατος, τό,A tautology, Eust.948.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταὐτολόγημα — tautology neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτολόγημα — ήματος, τὸ, Μ [ταὐτολογῶ] ταυτολογία … Dictionary of Greek